ήτριον

ήτριον
ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, τό (Α)
1. (για την υφαντική) το στημόνι
2. συνεκδ. ύφασμα
3. φρ. «ἤτρια βύβλων» — λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρ-ιον (πρβλ. ηρ-ίον, κηρ-ίον). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό στο συνθ. επήτρ-ιμος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἤτριον — warp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠτρίοις — ἤτριον warp neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠτρίου — ἤτριον warp neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠτρίων — ἤτριον warp neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠτρίῳ — ἤτριον warp neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤτρια — ἤτριον warp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ветрило — парус , церк., поэт. укр. вiтрило. От ветер. Едва ли прав Лиден (Stud. 24), отделяя эти слова друг от друга и сравнивая вѣтрило с греч. ἤτριον основа нити, ткань , др. инд. vā ткать …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • утрин — полотняный , только русск. цслав. утрьнъ, утринъ βύσσινος (Срезн. III, 1314). Возм., родственно словам, приводимым на усло: лит. audžiu, austi ткать . Ср. особенно др. инд. ōtum, vātavē ткать , греч. ἤτριον, ἄτριον ткань ; см. о близких формах… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • εξητριάζω — ἐξητριάζω (Α) στραγγίζω με λεπτό πανί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ητριάζω (< ήτριον «στημόνι, λεπτό ύφασμα»)] …   Dictionary of Greek

  • επήτριμος — ἐπήτριμος, ον (Α) 1. ο πυκνοϋφασμένος 2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα ιμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”